Του Νίκου Τσούλια

     Μήπως είμαι εκτός πραγματικότητας; Μιλάνε για «σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου»; Κι όμως, τώρα είναι η ώρα για τις μεγάλες συζητήσεις. Τώρα οφείλουμε να θέσουμε τις μεγάλες επιλογές της δημόσιας και της προσωπικής μας ζωής στη δοκιμασία της κριτικής σκέψης και του στοχασμού. Τώρα πρέπει να γίνει η μεγάλη αυτοκριτική.

Φρονώ ότι στο πεδίο των αξιών της ζωής κρίθηκε κυρίως η «επέλαση» της κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας και το λαό μας. Όλες οι κοινωνικές επιμέρους ομάδες, όλοι οι οπαδοί των πολιτικών κομμάτων αριστεροί, δεξιοί και κεντρώοι μπορεί να είχαμε τις τόσες και τόσες ιδεολογικές μας διαφορές και ιδιαιτερότητες, αλλά είχαμε ως μοναδικό συνεκτικό ιστό το χρήμα. Θεωρούσαμε ως πρόοδο την απόκτηση όλο και περισσότερων χρημάτων. Σκοπός της ζωής μας ήταν η εξεύρεση των εύκολων κοιτασμάτων του πλουτισμού. Μάς συνείχε, μάς ενέπνεε, μάς ενθουσίαζε η ιδεολογία του χρήματος.

     Και μπορεί κάποιος να ρωτήσει. Αν λατρεύεις το χρήμα, μπορεί αυτό κάποια στιγμή να «εξαφανιστεί» ή θα συμβεί το αντίθετο αφού θα το έχουμε στην πρώτη γραμμή των ενδιαφερόντων μας και θα το προσέχουμε ως κόρη οφθαλμού και επομένως θα είναι πάντα συνοδός της ζωής μας; Μια τέτοια αντίληψη είναι καθαρή αυταπάτη, είναι ένας αφελής αντικατοπτρισμός. Και να γιατί. Η λατρεία του χρήματος, όποτε και όπου έλαβε χώρα, συνδέθηκε πάντα με κοινωνίες παρακμής, με κοινωνίες που κατέτρωγαν προκαταβολικά το μέλλον τους.

     Γιατί όταν ανάγεις το χρήμα στην πρώτιστη των αξιών, τότε μετασχηματίζεις πλήρως την κοινωνική σημασία του, από μέσο οικονομικής συναλλαγής καθίσταται ο απόλυτος αφέντης μας. Το εκτιμούσαμε σαφώς ως δείκτη κοινωνικής σπουδαιότητας, αφού όποιος είχε χρήμα εθεωρείτο «μεγάλος» και αξιολάτρευτος, το προσμετρούσαμε ως βασικό παράγοντα της σπουδαιότητας του ανθρώπου. Το χρησιμοποιήσαμε ως μέτρο επαγγελματικής και πολιτικής ανάδειξής μας. Θαυμάζαμε όσους είχαν «δύναμη», όσους είχαν χρήμα, ακόμα και αν ξέραμε ότι ήταν χρήμα κλεμμένο, ότι ήταν χρήμα καρπός παρανομιών και παρανομιών.

     Αλλά αν το χρήμα δεν το κάνεις υπηρέτη σου, θα σε κάνει αυτό δούλο του, θα τρέχεις πίσω απ’ αυτό, θα κάνεις σκοπό της ζωής σου το πόσα χρήματα βγάζεις. Αυτή δεν είναι και η πρώτη και η βασική ερώτηση που συνήθως κάνουν οι άνθρωποι στην μητρόπολη του καπιταλισμού, στις Η.Π.Α.; «πόσα βγάζεις;» και καταλαβαίνουν την κοινωνική σου ταυτότητα και ακτινοβολία, καταλαβαίνουν ποιος είσαι, τι είσαι, πόση σημασία θα σου δώσουν κλπ κλπ.

     Το πιο φοβερό στοιχείο είναι το εξής. Ενώ το χρήμα λατρεύεται, δε σημαίνει αυτή η λατρεία ότι το κάνουμε εικονοστάσι και το προσέχουμε. Όχι, συμβαίνει το ακριβώς το αντίθετο. Το χρησιμοποιούμε για να αποκτούμε συνεχώς καινούργια υλικά αγαθά, γιατί μέσω των αγαθών αυτών θα φανεί η δύναμη του χρήματος και θα αποκτήσουμε προβολή και δυναμική και αξία. Θα προσπαθούμε να βγάζουμε όσα περισσότερα χρήματα μπορούμε, για να καταναλώνουμε ακόμα περισσότερα. Όχι η αποταμίευση και οι παραγωγικές επενδύσεις δεν είναι στο λεξιλόγιό μας. Είδαν οι τράπεζες και το παρασιτικό χρηματιστηριακό κεφάλαιο το φοβερό ψώνισμα του νεοέλληνα με τον καταναλωτισμό και εντυπωσιακά εύκολα τον πλιατσικολόγησαν. Οι τράπεζες σκόρπαγαν χρήμα μέσω της πιο ωμής τοκογλυφίας που γνώρισε ποτέ ο τόπος μας, αλλά εμείς πνιγμένοι από τον καταναλωτικό μας παροξυσμό, πού να βρούμε κριτική σκέψη και χρόνο για να αναρωτηθούμε για το σκόρπισμα του χρήματος, του χρήματος που μάς έβαζε θηλιά. Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο στηρίχτηκε στη συλλογική μας φαντασίωση της απόκτησης εύκολου χρήματος, μάς πέρασαν την εικόνα του «χρηματιστηρίου – καζίνου» και όλος ο λαός έβαλε ακόμα και το κομπόδεμά του αλλά και δανείστηκε για να κάνει «εύκολο χρήμα». Φυσικά μάς λεηλάτησαν και φωνάζαμε εμείς οι αυτοαποκαλούμενοι ως «έξυπνος λαός» τις κυβερνήσεις, τους πολιτικούς και γενικά το σύστημα εξουσίας γιατί δεν μάς προφύλαξαν!

     Είχα την ατυχία να ασχοληθώ άπαξ με την πολιτική στις βουλευτικές εκλογές του 2004 και την τύχη να αποτύχω πλήρως. Το μεγάλο μου κέρδος ήταν η εμπειρία, η εμπειρία ζωής, γιατί μού δόθηκε η δυνατότητα να κατανοήσω – ως ένα βαθμό φυσικά – τις συμπεριφορές της κοινωνίας μας. Μέσα απ’ αυτή την περιπέτεια μπορείς και αξιολογείς τις προτεραιότητές μας και τις αξίες μας ως λαός. Ανάμεσα στα πρώτα ουσιώδη στοιχεία που κατάλαβα ήταν ότι οι πολίτες δεν αναρωτιούνταν καθόλου για τα μεγάλα χρηματικά ποσά που χρησιμοποιούσαν οι υποψήφιοι ούτε για το πού τα βρήκαν ούτε γιατί μετακινούνταν από χέρι σε χέρι – οι χρηματοδότες στους υποψήφιους και αυτοί στους κάθε λογής εκδότες και άρχοντες των Μέσων Ενημέρωσης – ως απόλυτα μαύρο χρήμα. Οι πολίτες θαύμαζαν, λάτρευαν και ακολουθούσαν όσους είχαν δυνατότητα να εκλεγούν και τους ταύτιζαν με αυτούς που είχαν δύναμη (δηλαδή χρήμα) γιατί αυτό – εκτός των άλλων –  σήμαινε ότι τους ευνοούσε και η κεντρική πολιτική σκηνή του κόμματος και της εξουσίας. Τόσο απλά, τόσο κυνικά. Οι σημερινές ατέλειωτες ηθικολογίες αλλά και οι συστρατεύσεις πίσω από μαχητικά φασιστικά μορφώματα για να τιμωρήσουμε (να κτυπήσουμε) τους ενόχους είναι μπουχός για να κρύψουμε τις ευθύνες μας, εκείνες τις ευθύνες που προκάλεσαν την κοινωνία της παρακμής.      

anthologio.wordpress.com               

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.