Του Νίκου Τσούλια

Το πιο σημαντικό είναι αυτό που δεν συνέβη, ο διάλογος!

      Οι εκλογικές διεργασίες που οδηγούν προς το 18ο Συνέδριο της ΟΛΜΕ εμπεριέχουν ουσιαστικά τη μορφή και το «περιεχόμενο» του συνδικαλισμού μας για την επόμενη διετία 2017-2019.

      Η αποτύπωση των παραταξιακών συσχετισμών προφανώς και έχει την αξία της, αλλά εκτιμώντας τα μέχρι τώρα αποτελέσματα και το «τι συνέβη» και κυρίως το «τι δεν συνέβη» σ’ όλη τη σχετική διαδρομή – γιατί ο κύριος όγκος των εκλογών στις τοπικές ΕΛΜΕ έχει ολοκληρωθεί – μπορούμε να εξαγάγουμε κάποια εισαγωγικά συμπεράσματα, τα οποία δεν θα απέχουν και πολύ από τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν στο ίδιο το 18ο Συνέδριο.

      Οι Γενικές Συνελεύσεις «επιβεβαίωσαν» την πλήρη απραξία και την καθηλωτική αδράνεια του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΛΜΕ της προηγούμενης διετίας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά την αναπαρήγαγαν και την εμβάθυναν, αφού δεν «απαιτήθηκε» καμιά μορφή υπαρκτού συνδικαλισμού. Κι αυτό πέραν του ότι απλά και μόνο η συνέχιση της ανυπαρξίας συνδικαλιστικής δράσης σε ένα πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της χώρας μας βαθιάς κρίσης είναι παράγοντας πολλαπλασιασμού και όξυνσης των προβλημάτων της δημόσιας εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών.

      Τελικά, δεν είχαμε καθόλου ουσιαστικές διεργασίες και πολύ περισσότερο συζητήσεις και αποφάσεις για τα τόσα και τόσα κρίσιμα ζητήματα του σχολείου. Είναι κυνικό – αλλά και απόλυτα σύμφωνο με το όλο σκηνικό του τέλματος – το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι παρατάξεις δεν μπήκαν καν στον κόπο να αναπτύξουν και να αναδείξουν τις προτάσεις τους στις Γενικές Συνελεύσεις αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο χώρο, προφανώς γιατί εκτίμησαν – σωστά… – ότι δεν είχε κανένα νόημα, αφού λείπει εντελώς το κλίμα διαλόγου και επομένως ήταν αδύνατο να γίνουν συνθέσεις των επιμέρους παραταξιακών προτάσεων! Θέλω να πιστεύω ότι η ολοσχερής εξορία του διαλόγου από τις συλλογικές μας διεργασίες είναι ευθύνη των παρατάξεων και όχι του διεθνούς καπιταλισμού ή του ταξικού εχθρού ή των μνημονίων…

      Το καινούργιο αλλά και πιο ανησυχητικό φαινόμενο είναι ότι και οι εκπαιδευτικοί δεν απαιτούσαν από τα συγκροτημένα παραταξιακά ρεύματα να παρουσιάσουν τις θέσεις τους, να επιχειρηματολογήσουν επί των προτάσεών τους και να δώσουν το στίγμα τους για την επόμενη περίοδο. Αυτή η εικόνα καταδεικνύει με τον πιο εμφαντικό τρόπο ότι η κρίση περιλαμβάνει το «Όλον» του εκπαιδευτικού σώματος.

      Το να μην περιμένεις τίποτα από τη συλλογική έκφραση σημαίνει ότι δεν πιστεύεις σ’ αυτή, ότι όλο αυτό το στερέωμα των εκλογικών διαδικασιών είναι λεπτό όσο μια διάφανη μεμβράνη και δεν εμπεριέχει τίποτα ως μαγιά για ζύμωση στην επόμενη περίοδο, ότι «δεν υπάρχουν κάρβουνα μέσα στη στάχτη» – τουλάχιστον γι’ αυτή τη φάση.

      Όταν ένας κλάδος δεν έχει καθόλου απαιτήσεις από τα συλλογικά του όργανα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς και απλώς συμμετέχει σε ένα στείρο «παιχνίδι» καταγραφής των παραταξιακών δυνάμεων, σημαίνει πολύ απλά ότι δημιουργείται κενό στη σχέση εργαζόμενων και συνδικαλισμού και η ζωή θα αναγκαστεί να βρει «λύσεις», που ίσως και να είναι ανατρεπτικές στα παραδοσιακά μας στερεότυπα.

      Είναι φανερό ότι η μη ενιαιοποίηση και μη ενοποίηση των αιτημάτων των εκπαιδευτικών από το απερχόμενο Δ.Σ. της ΟΛΜΕ έχει τροφοδοτήσει έναν εμφανή και πρωτόγνωρο επιμερισμό στον κλάδο μας. Τείνουμε να γίνουμε κλάδοι μέσα στον κλάδο και αυτές οι ρηγματώσεις δεν κλείνουν εύκολα… Κάθε επιμέρους τμήμα μας (εκπαιδευτικοί στην επαγγελματική εκπαίδευση ή στην ειδική αγωγή, ειδικότητες που απειλούνται από τον ακρωτηριασμό του λυκείου, αναπληρωτές, νεοδιόριστοι και εκπαιδευτικοί με λίγα χρόνια υπηρεσίας, εκπαιδευτικοί προ της συνταξιοδότησης, εκπαιδευτικοί που έχουν κύριο πρόβλημα τη μετάθεσή τους κλπ κλπ) έχει αρχίσει να βλέπει τη σχέση του με τη συλλογική δράση μόνο μέσα από το επιμέρους και προφανώς και ουσιαστικό πρόβλημα.

      Αντίθετα, είχαμε την ενίσχυση ενός νέου τύπου συνδικαλισμού, που εμφανίστηκε από την αρχή της κρίσης, το συνδικαλισμό πολεμικού τύπου! Εδώ το όλο σκηνικό είναι απλό και πρωτόγονο. Κατ’ αρχήν ενοχοποιείται η παράταξη που έχει ιδεολογική σχέση με το κυβερνητικό κόμμα, που εφάρμοσε μνημονιακή πολιτική. Αυτό σε πρώτη φάση αφορούσε την ΠΑΣΚ και στην επόμενη φάση τις ΣΥΝ.Ε.Κ. Και είναι πράγματι περίεργο ότι αυτή η ενοχοποίηση δεν περιέλαβε και τη ΔΑΚΕ, η οποία αντίθετα «επιβραβεύεται»!

      Η ενοχοποίηση είναι προσπάθεια αποδόμησης του παραταξιακού χώρου με πρακτικές βίας και καταναγκασμού, που μπορεί να υπηρετούν τους μικροπαραταξιακούς σχεδιασμούς αυτών που τις εφαρμόζουν αλλά πέραν τούτων υπονομεύουν στην ουσία τη λειτουργία του συνδικαλισμού, απαξιώνουν την αξία και το νόημα της συλλογικής δράσης και επιτείνουν την κρίση στα Σωματεία πέραν της γενικότερης κρίσης της χώρας. Πρόκειται για παρακμιακές αντιλήψεις και πρακτικές, που όχι μόνο στρατηγικά και μακροπρόθεσμα αλλά και άμεσα θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στις σχέσεις εκπαιδευτικών – συνδικαλισμού.

      Όταν αντικαθίσταται η ομορφιά της αντιπαράθεσης των ιδεών και η ευθύνη της σύνθεσης των επιμέρους προτάσεων των παρατάξεων – δηλαδή η πεμπτουσία της συλλογικής δράσης – με την ασχήμια της εχθροπραξίας και της απαξίωσης προσώπων και παραταξιακών ρευμάτων, έχει χαθεί το νήμα της αφήγησης της ιστορικής παράδοσης της ΟΛΜΕ και φυσικά δεν υπάρχει φωτεινό μέλλον.

      Πάντα η ΟΛΜΕ είχε πολιτική και ιδεολογική θεώρηση για την κυβερνητική πολιτική της χώρας και για το διεθνές περιβάλλον, για την οικονομία και για την κοινωνία, για τη δημόσια εκπαίδευση και για το ρόλο και τη φυσιογνωμία των εκπαιδευτικών. Γιατί χωρίς μια τέτοια ανάλυση και θεώρηση δεν θα μπορούσε να θέσει και τα επιμέρους ζητήματα του κλάδου και των σχολείων και να ασκήσει έναν δημιουργικό και διεκδικητικό συνδικαλισμό. Είχε μια συνολική, συνεκτική πρόταση. Υπήρχε πάντα πεδίο διαλόγου και ανάδειξης των προβλημάτων και προαγωγής των αιτημάτων μας.

      Σήμερα – από την απαρχή της κρίσης – δεν έχουμε τίποτα απ’ αυτά. Το όλο σχήμα και η λειτουργία του συνδικαλισμού είναι συμπτώματα κρίσης, της γενικής κρίσης και της κλαδικής / παραταξιακής κρίσης. Είμαστε στο κενό.

      Οι ιδεολογικές κορώνες για ανατροπή του καπιταλισμού (!) και ο πολεμικού τύπου συνδικαλισμός στο εσωτερικό του κινήματος – θεωρώντας ότι ο ταξικός εχθρός είναι η «άλφα» ή η «βήτα» παράταξη – δεν αφορούν κανέναν, γιατί είναι κακότεχνο σκηνικό «εν ου παικτοίς». Εκδηλώνουν μια δήθεν μαχητική ιδεολογία, ενώ είναι απλά ένας ανέξοδος βερμπαλισμός, που δεν έχει νόημα ούτε και στο πιο στενό παραταξιακό ακροατήριο. Αντιμάχονται τον ορθολογισμό και την ίδια την ελευθερία της σκέψης. Εκφράζουν αλαλία και φόβο, το φόβου του παιδιού που κάνει φασαρία όταν είναι μόνο του το βράδυ σε σκοτεινό και ερημικό δρόμο…

      Το ερώτημα που παραμένει σε εκκρεμότητα και που – κατά τη γνώμη μου – είναι το κορυφαίο ζήτημά μας είναι το εξής. Αν δεν γίνεται διάλογος μέσα στα συλλογικά μας όργανα, μπορεί να υπάρξει εκπαιδευτικό κίνημα; Αλλά υπάρχει και το γεννητούρι αυτού του ερωτήματος, «τι ακριβώς κάνουμε, περιμένουμε τον Γκοντό»;

Υ.Γ.

Σκόπιμα δεν αναφέρομαι στα εκλογικά αποτελέσματα, γιατί εκτιμώ ότι το κύριο ζήτημά μας είναι το ίδιο το περιεχόμενο του (μη) συνδικαλισμού και όχι οι παραταξιακοί συσχετισμοί που ενδιαφέρουν τις ηγεσίες των παρατάξεων. Προφανώς σε επόμενο άρθρο θα αναφερθώ και στις εκλογικές / παραταξιακές καταγραφές – αλλά ποιο το νόημά τους, όταν έχουμε συνδικαλισμό αλαλίας και απραξίας;

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.