Γράφει ο Μιχαὴλ Ἀλεξανδρῆς

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ:

       1). ἡ ῥίζα μολ εἶναι ὁμηρικὴ καὶ ἀπαντᾶ πολλὲς φορὲς ἁπλὴ καὶ σύνθετη. Ὡς ῥηματικὸς προσωπικὸς τύπος εὑρίσκεται ἁπλὸς σὲ ὑποτακτικὴ ἀορίστου {Ω781: μόλῃ} καὶ σύνθετος σὲ ἀναύξητη ὁριστικὴ ἐπίσης ἀορίστου {Λ604: ἔκμολεν, Σ392: πρόμολε, ο468: πρόμολον}. Ἀπαντᾶ ὡσαύτως καὶ ἡμετοχὴ ἀορίστου σὲ ἀρσενικὸ γένος ἁπλή {Λ173 καὶ ω335: μολών, γ44: μολόντες} καὶ σύνθετη {Φ37 καὶ δ22: προμολών} καὶ σὲ θηλυκὸ γένος ἁπλή {Ζ286, Ο720: μολοῦσα} καὶ σύνθετη {Σ382 καὶ ω388: προμολοῦσα}. Ἀπὸ τὴν ἴδια ῥίζα ἀπαντᾶ ἅπαξ τὸ διγενὲς σύνετο ἐπίθετο {Ω352: ἀγχίμολος= ὁ πλησίον ἐρχόμενος} καὶ δεκαεξάκις τὸ ἐκ τοῦ ἐπιθέτου παραγόμενο ἐπίρρημα «ἀγχίμολον» (= πλησίον).

     2). Ἀπὸ τὴν ἴδια ῥίζα μολ μὲ μετάθεση τοῦ λ καὶ μὲ ταυτόχρονη ποσοτικὴ μεταβολὴ μλω καὶ μὲ πρόσφυμα σκ σχηματίζεται ὁ ἐνεστώτας μλώ-σκ-ω, ὅπως ἀπὸ τὴ ῥίζα θορ προῆλθε θρω> θρώσκωκαὶ ἀπὸ τὴ ῥίζα πετ προῆλθε πτω> πέπτωκα, πτῶσις. Αλλ’ ἐπειδὴ ἡ προφορὰ ἐνρίνου καὶ ὑγροῦ ἦτο (καὶ εἶναι) ἀδύνατος ἀναπτύχθηκε βοηθητικὸς φθόγγος β, ὥστε ἔγινε μβλώσκω καὶ μὲ σίγηση τοῦ ἀρχικοῦ μ ἔμεινε βλώσκω (ὁ τύπος *μολώσκω τοῦ φιλοσόφου Εὐσταθίου εἶναι γραμματικὸ ἀτόπημα). Τὸ φαινόμενο τῆς ἀνάπτυξης βοηθητικοῦ φθόγγου παρατηρεῖται καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Γιὰ παράδειγμα ἡ λέξη μεσημβρία προῆλθε ἀπὸ τὴ μεσημερία> μεσημρία> μεσημβρία, ἡ λέξη ἀνδρὸς προῆλθε ἀπὸ τὸ ἀνέρος> ἀνρός> ἀνδρός (ἐδῶ τὸ ἀνάπτυγμα εἶναι τὸ ἠχηρὸ δ). Ἀπὸ τὸ θέμα μβλω σχηματίστηκε ὁ ὁμηρικὸς παρακείμενος μέμβλωκε {ρ190-191: δὴ γὰρ μέμβλωκε μάλιστα ἦμαρ}. Οἱ τύποι τοῦ ἀορίστου «βλώξας βλώξαντες» εἶναιμεταγενέστεροι καὶ σπάνιοι. Ἀπὸ τὸ ἴδιο θέμα μολ σχηματίζεται ὁ συνηρημένος μέλλοντας μολοῦμαι (μέσος μὲ ἐνεργητικὴ σημασία: δυναμικός) σπανίως ἀπαντῶν. Ἀπὸ τὸ ἴδιο θέμα μὲ πρόσφυμα ισκ σχηματίζεται τὸ ῥῆμα μολίσκω, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς Γραμματικούς.

    3). Ἀπὸ τὸ θέμα βλωσκ ἀπαντοῦν ἐλάχιστοι τύποι στὸν ἐνεστῶτα καὶ κανεὶς στὸν παρατατικό: «βλώσκω» (τετράκις μόνο στὸν φιλόσοφο Εὐστάθιο), «βλώσκειν» (στὸν Ἀπόλλώνιο τὸν σοφιστὴ καὶ στὸν Σχολιαστή του, στὸν Εὐστάθιο), «βλώσκοντα» (στὸν Νίκανδρο, στὸν Ἡρωδιανό, στὸν Εὐστάθιο καὶ σὲ δύο Σχολιαστές), «βλώσκοντι» (ἅπαξ στὸν Εὐστάθιο). Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι ὁ ἐνεστὼς τοῦ ἁπλοῦ βλώσκω ἦτο ἄχρηστος μέχρι τὸν δεύτερο π.Χ αἰῶνα.Ὅμως ἀπαντᾶ σύνθετο «προβλώσκω, καταβλώσκω» στὸν Ὅμηρο καὶ σὲ μετακλασσικούς.

4). Παράγωγα ἀπὸ τὸ θέμα βλω εἶναι βλῶσις βλωθρός, ἐνῶ πάντα τὰ σύνθετα ἔχουν δεύτερο συνθετικὸ τὸ θέμα μολ: ἀγχίμολος (βλέπε ἀνωτέρω), αὐτόμολος= ὁ ἑκουσίως προσχωρῶν στὶς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ>αὐτομολῶ> αὐτομολία αὐτομόλησις, ἀντιμωλία καὶ ὀρθότερο ἀντιμολία (ἐν χρήσεισήμερα ὡς δικανικὸς ὅρος: κατ’ ἀντιμολίαν= ταυτόχρονη ἐξέταση τῶν διαδίκων κατ’ἀντιπαράσταση).

ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ:

  Ἡ σημασία τοῦ βλώσκω καὶ ἰδιαίτερα τοῦ ἀορίστου, ὅπου εἶναι συχνότερο, εἶναι ὁμοία μὲ τοῦ ἔρχομαι/εἶμι, ὅμως ἐκ τῆςδιαλεκτικῆς χρήσεως ἀπορρέει κάποια εἰδοποιὸς διαφορὰ τοῦ βλώσκω ἀπὸ τὸ ἔρχομαι τόσο στὸ μέτρο ὅσο καὶ στὴ σημασία. Ἡ ἔρευνα δείχνει ὅτι τὸ ἔμολον δὲν ἀπαντᾶ στὴν Ἀττικὴ πεζογραφία παρὰ μόνο στὸν Ξενοφῶντα καὶ ἴσως σὲ ἄλλον. Ὁ λόγος εἶναι προφανής: τὸ ῥῆμα εἶναι τῆς δωρικῆς διαλέκτου καί, ὅπως εἶναι γνωστό, τὰ χορικὰ ἐγράφοντο σὲ δωρικὴ διάλεκτο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦν οἱ δραματουργοὶ στὰ χορικὰ καὶ κατ’ ἐπέκταση τῆς χρήσης στὰ διαλογκὰ μέρη. Ἕνας ἀκόμη λόγος ἦτο τὸ μέτρο: τὸ θέμα μολ ἔχει βραχεῖα συλλαβή, ἐνῶ ἡ συλλαβὴ ἐλθ εἶναι θέσει μακρά, διὸ καὶ ὁ Ὅμηρος κάνει χρήση τοῦ βραχείας συλλαβῆς μολ. Ὁ Ἀριστοφάνης χρησιμοποιεῖ τὸ θέμα μολ στὰ χορικά, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι δραματουργοί, ἢ ὅταν ὁμιλῆ κάποιος Λάκων. Ὁ Ξενοφῶν χρησιμοποιεῖ ἅπαξ «μόλωσι», διότι, ὡς γνωστό, ὁ συγγραφέας ἔζησε μὲ Λάκωνες ἀξιωματούχους καὶ εἶναι λογικὸ νὰ ἔχη ὑποστῆ ἐπίδραση τοῦ δωρικοῦ λεκτικοῦ (κυρίως τοῦστρατιωτικοῦ), μέρος τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται διάσπαρτο σὲ ἔργα του.

    Συνώνυμο ῥῆμα εἶναι τὸ κίω, ἐξοῦ κινῶ, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι τὰ κίω κινῶ εἶναι γενικῆς κινήσης, ὅπως τὸ αἰσθάνομαι εἶναιγενικῆς αἴσθησης. Τὸ τελευταῖο τίθεται ὡς ῥῆμα ὄψεως, ἀκοῆς, ἁφῆς, γεύσεως καὶ ὀσφρήσεως.Ἔτσι εἶναι καὶ τὰ κίω κινῶ, δηλ., ἐκφράζουν κάθε δράση καὶ ἐνέργεια παντὸς ὄντος καὶ ἰδιαίτερα ἐμβίου σὲ οἱαδήποτε στάση, θέση καὶ κατάσταση εὑρίσκεται ὄν.

  ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Στὸν Πλούταρχο ἀποδίδεται τὸ ἔργο (ἴσως νόθο= spurium) μὲ τὸν τίτλο «Λακωνικὰ Ἀποφθέγματα», ὅπου {225c} περιέχεται ἡ ῥήση τοῦ Λεωνίδα «μολὼν λαβέ», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀπάντηση στὴν ἀπαίτηση τοῦ Ξέρξη «πέμψον τὰ ὅπλα» πρὸ τῆς μάχης στὶς Θερμοπύλες. Ὁ Λεωνίδας ὡς Λάκων ἀπάντησε μὲ μετοχὴ ῥήματος τῆς δικῆς του διαλέκτου, τῆς Δωρικῆς. Συνεπῶς ἡ μετοχὴ μολὼν δὲν ἐμπεριέχει καμία ἠθικὴ χροιὰ καὶ δὲν ὑποκρύπτει κανένα ὑψηλὸ φρόνημα οὔτε γιὰ τὸν ἀποστολέα οὔτε γιὰ τὸν παραλήπτη. Ἂν κάποιος ἀποδίδη στὴ μετοχὴ ἠθικὸ περιεχόμενο, προφανῶς σφάλλει, διότι θὰ ἔπρεπε νὰ ἰσχύη γιὰ κάθε τύπο τοῦ βλώσκω. Ὁ Αἴσωπος γράφει «μολὼν εἰς γῆρας», χωρὶς νὰ ὑπονοῆ ὅτι ὁ ἐρχόμενος στὸ γῆρας ἔχει ἀκμαῖο φρόνημα. Ἀπὸ τὴ σημασία τοῦ συνθέτου ἀντιμολία ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ βλώσκω σημαίνει «ἔρχομαι κατὰ πρόσωπο, ἀπὸ ἀπέναντι, κατὰ μέτωπο».

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.