Το Εκπαιδευτικό κίνημα να μετασχηματιστεί σε Μορφωτικό ρεύμα!

Του Νίκου Τσούλια

      Όχι δεν αναφέρομαι στους σημερινούς καιρούς που δεν έχουμε ούτε καν στοιχειώδη συνδικαλιστική δράση πολύ περισσότερο εκπαιδευτικό κίνημα και βέβαια ούτε κατά διάνοια ίχνη μορφωτικού ρεύματος. Δυστυχώς – και κόντρα σε οποιαδήποτε ανάλυση ξέραμε μέχρι τώρα – η πλειοψηφική επικράτηση των αριστερών παρατάξεων στην ΟΛΜΕ, για παράδειγμα, συνδέεται με την πλήρη αδρανοποίηση του κινήματος των εκπαιδευτικών σε μια περίοδο που είναι απόλυτα και ιστορικά αναγκαίο, και έχουμε την παντελή απουσία του σε μια συγκυρία που το …αριστερό Υπουργείο Παιδείας αποδομεί τη δημόσια εκπαίδευση και φέρνει ένα καθεστώς στους εκπαιδευτικούς πολύ παλιών δεκαετιών. 

      Τώρα λοιπόν το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ των άλλοτε ιστορικών και διαρκών αγώνων μεταμορφώθηκε σε εξωραϊστικό σύλλογο εκδίδοντας σποραδικά ανακοινώσεις για δευτερεύοντα ζητήματα συνοδεύοντάς τα και με κάποιες μορφές τηλεοπτικού ακτιβισμού. Γιατί η παράταξη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (ΣΥΝΕΚ) λειτουργεί με θαυμαστή επιμέλεια σε ρόλο κομισάριου προφύλαξης της αριστεροακροδεξιάς συγκυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ., γιατί το ΠΑΜΕ δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσει με τις ΣΥΝΕΚ ούτε και με τις «Παρεμβάσεις», γιατί οι «Παρεμβάσεις» δεν θα συμφωνήσουν με τις ΣΥΝΕΚ (αφού έγιναν ξαφνικά μνημονιακή δύναμη και παράταξη συστημική, αν και μέχρι πρόσφατα συνεργάζονταν αρμονικά ακόμα και με κοινά ψηφοδέλτια!), γιατί η ΔΑΚΕ επιθυμεί σφόδρα ένα τοπίο συνδικαλιστικής ερήμωσης αφού εξυπηρετεί τη στρατηγική του κομματικού της χώρου. Τίποτα δεν είναι ανεξήγητο!

      Δεν μπορεί κανένας να αναφερθεί σε ένα ζήτημα ανάπτυξης Μορφωτικού Ρεύματος και αυτό όχι λόγω των γενικότερων δυσκολιών του πολιτικού και του οικονομικού περιβάλλοντος της χώρας – που είναι σαφώς υπαρκτές – αλλά στην επικράτηση του παρακμιακού κλίματος στο συνδικαλισμό. Γιατί τελικά με το «άλφα» ή το «βήτα» σκεπτικό όλες οι προαναφερθείσες παρατάξεις δεν θέλουν καμιά συνδικαλιστική δράση – αρκούνται στις εκλογικές καταγραφές τους!

      Κι όμως, ισχυρίζομαι ότι είναι αναγκαία μια τέτοια συζήτηση, για συγκεκριμένους κοινωνικούς λόγους. Πρώτον, η όποια έξοδος της Ελλάδας από την κρίση θα βρει το συνδικαλιστικό κίνημα μεταλλαγμένο και εσωστρεφές, κλαδικό και αμήχανο. Ήδη μέσα στον κλάδο των εκπαιδευτικών έχουν αναπτυχθεί επιμέρους ομάδες συμφερόντων – οι αναπληρωτές, οι υπό καθεστώς σύνταξης, οι νεοδιόριστοι ακόμα και οι διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι και οι επιμέρους ειδικότητες των κλάδων – εστιάζοντας στο πιο καυτό για την περίπτωσή τους ζήτημα, αφού το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ εξακολουθεί να είναι πλήρως ανίκανο αφενός να διαμορφώσει ένα συνεκτικό και βασικό πλαίσιο αιτημάτων που θα συσπειρώνει όλους τους εκπαιδευτικούς και αφετέρου να αναπτύξει έναν στοιχειώδη δρόμο δράσης και αντιπαράθεσης στη νεοφιλελεύθερη πολιτική του Υπουργείου Παιδείας. Και για να αλλάξει αυτό το συμπαγές σκηνικό της αδράνειας απαιτούνται δυνάμεις ανανέωσης και υπέρβασης πέραν του σημερινού παγιωμένου χάρτη του συνδικαλισμού.

      Δεύτερον, για να ξαναποκτήσει τα χαμένα κινηματικά χαρακτηριστικά του ο πάλαι ποτέ αγωνιστικός συνδικαλισμός της εκπαίδευσης θα πρέπει να ξεφύγει από τα κλαδικά του όρια, να θέσει ως κύρια βάση της αναφοράς του την «κοινωνική διάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης», η οποία ούτως ή άλλως θα βγει ρημαγμένη από την αλληλοδιάδοχη μνημονιακή πολιτική, κεντροαριστερή, δεξιά, αριστερή, νεοφιλελεύθερη και μίγματα αυτών, γιατί τελικά «τίποτα δεν θα θυμίζει το χθες».

      Τρίτον, πρέπει να αμφισβητηθεί η στενά χρησιμοθηρική ματιά με την οποία αντιμετωπίζει την εκπαίδευση η ελληνική κοινωνία. Δεν μπορεί όλη η διαδρομή της εκπαίδευσης, από το δημοτικό σχολείο μέχρι και το πανεπιστήμιο και την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής να είναι ευθυγραμμισμένη στις «ράγες» της επαγγελματικής απασχόλησης είτε με το δέλεαρ του καλού πλασαρίσματος στην αγορά εργασίας είτε με το φόβο της ανεργίας. Η σημερινή κρίση οφείλεται – πάντα κατά τη γνώμη μου – στη στρεβλή και ανορθολογική σχέση κοινωνίας και εκπαίδευσης, και αυτό και με τη δική μας ευθύνη των εκπαιδευτικών και του κινήματός μας. Και να γιατί – και το σημείο αυτό με οδηγεί στο «τι κάνουμε τώρα».

      Τέταρτον, μόνο ο εν μέρει έστω μετασχηματισμός της θεσμικής μας εκπαίδευσης σε βάση ισχυρής μορφωτικής κοινωνικής λειτουργίας μπορεί να δώσει ουσιαστική προοπτική στη χώρα μας και δυναμικό περιεχόμενο στην έννοια της προόδου. Και σ’ αυτή τη μετεξέλιξη οφείλουν οι εκπαιδευτικοί – είτε με τις συλλογικές τους εκφράσεις είτε με την προσωπική και τη σχολική λειτουργία τους -να «μιλήσουν» και να «μιλάνε» για Μόρφωση και όχι απλά και μόνο για εκπαίδευση των παιδιών και των νέων. Γιατί αυτός είναι ο δρόμος για να εισαχθούν στο πεδίο δράσης των εκπαιδευτικών θεσμών η αγωγή και η διαπαιδαγώγηση (ως πυρήνας της εκπαίδευσης), οι ουμανιστικές αξίες, η διαρκής ενδυνάμωση της κριτικής σκέψης και του ορθολογισμού των νέων, η αρτίωση της προσωπικότητάς τους, η διαμόρφωση ενεργών πολιτών, η καλλιέργεια της κοινωνικής δράσης, η προαγωγή της κουλτούρας αμφισβήτησης σε κάθε μορφή εξουσίας και χειραγώγησης του ανθρώπου – και ως επιστέγασμα όλων αυτών η ανάδειξη της «μείζονος Διδακτικής», του αγώνα για την ελευθερία του ανθρώπου.

      Πέμπτον, σε μια τέτοια εξέλιξη οι πολίτες θα συνειδητοποιούν τον ιστορικό τους ρόλο και θα αποκτούν αγωνιστική στάση ζωής, θα μπορούν να ερμηνεύουν αυθεντικά τον κόσμο και την πραγματικότητα, δεν θα γίνονται εύκολα υποχείριο των κάθε λογής δημαγωγικών, λαϊκίστικων, ρατσιστικών, εθνικιστικών και νεοφιλελεύθερων ιδεολογιών και πολιτικών. Σε μια τέτοια εξέλιξη η κοινωνία θα μπορεί να βγάζει όλα αυτά τα «αγκάθια του κακού» – ή τουλάχιστον να τα αντιμάχεται – για να μπορεί να δημιουργεί ένα μέλλον που θα της ανήκει, ένα μέλλον διαρκώς ζυμωμένο με μόρφωση και παιδεία, με κοινωνική συνείδηση και κινηματικούς αγώνες, με δίψα για ελευθερία!

      Όταν αλλάζει όλη η εικόνα της Ιστορίας, δεν μπορείς να παίξεις με το επιμέρους και με το δευτερεύον κομμάτι του σκηνικού. Η βαθιά κρίση αποκαλύπτει τη γυμνή πραγματικότητα και η ζωή δεν κρύβεται πια από τα φτιασιδώματα. Τα γάντια δεν ζεσταίνουν την ψύχρα της ψυχής˙ δεν βαστάνε την απελπισία των χεριών. Τώρα αναμετριόμαστε με τον αυθεντικό εαυτό μας. Τώρα οι δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας μπορούν να σμιλέψουν καλύτερα τη Μορφή της ελευθερίας με το μάρμαρο απελευθερωμένο χωρίς χώματα και προσμίξεις, χωρίς στρογγυλέματα και αλλοιώσεις!

Υ.Γ.

1. Κάποιοι φίλοι, πραγματικοί αριστεροί και ορθολογιστές, θα μου καταλογίσουν έλλειμμα μαρξιστικής φιλοσοφίας στην ανάλυσή μου – και επομένως η πρότασή μου είναι χωρίς πρόσφυση στην ταξική ούτως ή άλλως κοινωνική πραγματικότητα. Επ’ αυτού θα επανέλθω.

2. Αν και η παρακάτω σημείωση είναι εγωκεντρική, θα τη σημειώσω γιατί έχει – κατά τη γνώμη μου – μια σχετική αξία.

Αυτή την ιδέα του άρθρου την είχα θέσει ως Πρόεδρος της ΟΛΜΕ και στις Συνελεύσεις των Προέδρων των ΕΛΜΕ αλλά και με σχετικά άρθρα μου στις εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ». Εν ολίγοις, είχα ισχυριστεί ότι μπορούν οι ΕΛΜΕ και οι Σύλλογοι των Δασκάλων σ’ όλη τη χώρα να αποκτήσουν και έναν ρόλο Μορφωτικών Ομίλων. Κάποια στιγμή θα αναδημοσιεύσω αυτή την παλιά άποψή μου.

Γραμματέας της Προοδευτικής Ενότητας Καθηγητών (ΠΕΚ)

anthologio.wordpress.com

 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.