Οι Τραχίνιες, ένα από τα πιο αδικημένα έργα του Σοφοκλή, διδάσκονται (κατά πάσα πιθανότητα· η χρονολόγηση του έργου είναι αβέβαιη), στη δεκαετία του 440 π.Χ. ή και νωρίτερα. Δεν έχουμε πληροφορίες για την τύχη του έργου στους δραματικούς αγώνες. Οι νεώτεροι πάντως, μέχρι και πριν 30-40 χρόνια, έβρισκαν το έργο περίεργο και αιρετικό, σε βαθμό που ο Schlegel ευχήθηκε να μπορούσε να το απορρίψει από το corpus του Σοφοκλή ως νόθο.
Η τραγωδία κινείται γύρω από τον θάνατο του ἀρίστου ἀνδρῶν, του γιου του Δία, του Ηρακλή. Δραματικός χώρος είναι η πόλη της Τραχίνας, στην οποία ο Ηρακλής εγκατέλειψε εξόριστη την οικογένειά του, τη γυναίκα του Δηιάνειρα και τον γιο του Ύλλο, μετά τον φόνο του Ίφιτου. Ο Ίφιτος ήταν γιος του βασιλιά της Οιχαλίας Εύρυτου: ο Ηρακλής τον σκότωσε μπαμπέσικα φεύγοντας από την Οιχαλία, αφού προηγουμένως ο Εύρυτος τον προσέβαλε στο συμπόσιο ή/και (οι μαρτυρίες στο έργο διίστανται) αρνήθηκε να του δώσει την όμορφη κόρη του, την Ιόλη, για την οποία ο Ηρακλής είχε αναπτύξει κτηνώδες ερωτικό πάθος. Συνέπεια του φόνου του Ιφίτου ήταν ο εξανδραποδισμός του Ηρακλή στην αυλή της Ομφάλης στη Λυδία. Πριν φύγει για τον τελευταίο “άθλο” του, την άλωση της Οιχαλίας και την αρπαγή της Ιόλης, ο Ηρακλής άφησε στη Δηιάνειρα μία δέλτο, που περιλάμβανε τον χρησμό ότι ο μεγάλος ήρωας θα έβρισκε οριστική “ανάπαυση” δεκαπέντε μήνες μετά την αναχώρησή του. Η Δηιάνειρα είναι τώρα στην Τραχίνα μόνη και έρημη. Οι δεκαπέντε μήνες έχουν συμπληρωθεί και ο Ηρακλής δεν φάνηκε ακόμη. Η Δηιάνειρα λιώνει από την αγωνία και στέλλει τον Ύλλο να πληροφορηθεί την τύχη του πατέρα του. Ο Ύλλος φεύγει. Εν τω μεταξύ όμως ένας κήρυκας, ο Λίχας, φτάνει με την είδηση ότι ο Ηρακλής είναι καλά, θυσιάζει στο όρος Κήναιο μετά την ευόδωση της τελευταίας του περιπέτειας και θα φτάσει σύντομα. Ο Λίχας δεν έρχεται μόνος. Φέρνει μαζί του και μια ομήγυρη ανδραπόδων από την Οιχαλία, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η ευγενική μορφή μιας πανέμορφης νεαρής κοπέλας, που παραμένει σιωπηλή, της Ιόλης. Ο Λίχας προφασίζεται ότι αγνοεί ποια είναι η κοπέλα, αλλά ο Άγγελος, ένας χαρακτήρας ταπεινής καταγωγής, που πρώτος είχε προαναγγείλει στη Δηιάνειρα τον ερχομό του Ηρακλή, παρεμβαίνει και της αποκαλύπτει ότι η Ιόλη είναι η ερωμένη του ανδρός της, την οποία έχει σκοπό να παρεισαγάγει στον οἶκο τους. Η Δηιάνειρα, βλέποντας αρχικά την Ιόλη, οικτίρει τη μοίρα της, πώς η ομορφιά της έγινε αιτία να καταστραφεί και η ίδια και οι δικοί της. Όταν όμως αντιλαμβάνεται ότι το τελευταίο τσιλιμπούρδισμα του Ηρακλή είναι αλλιώτικο από τα άλλα – αυτή τη φορά βάζει την ερωμένη του στο νυφικό κρεβάτι τους! – αποφασίζει να αντιδράσει. Θυμάται ότι κρύβει στα μύχια του οίκου ένα μυστικό όπλο, το αίμα του αρχαίου κτήνους, του Κενταύρου Νέσσου, τον οποίο ο Ηρακλής είχε σκοτώσει με βέλος διαποτισμένο με το δηλητηριώδες αίμα της Ύδρας, όταν ο κένταυρος επιχείρησε να απαγάγει τη Δηιάνειρα. Πεθαίνοντας ο Νέσσος έδωσε στη Δηιάνειρα λίγο από το αίμα του και την ορμήνεψε να το φυλάξει και να χρησιμοποιήσει ως ερωτικό φίλτρο, αν κάποτε ο Ηρακλής κοιτάξει άλλη γυναίκα. Έτσι και κάνει η Δηιάνειρα. Αλείφει με το αίμα του Νέσσου ένα χιτώνα και τον στέλνει στον Ηρακλή ως δώρο για την άφιξή του. Μόνο που η καλή γυναίκα δεν καταλαβαίνει τι κάνει. Φτάνοντας από το Κήναιο ο γιος της Ύλλος αποκαλύπτει τη σκληρή μοίρα του πατέρα του, ο οποίος, μόλις φόρεσε τον χιτώνα, ξεκίνησε να σπαράζει σε άφατους πόνους, οι οποίοι στο τέλος τον κατέβαλαν. Η Δηιάνειρα συντρίβεται, όταν μαθαίνει τα νέα, και πολύ περισσότερο όταν ο γιος της εξακοντίζει εναντίον της μύδρους. Αποχωρεί σιωπηλά από τη σκηνή. Εντός ολίγου, η Τροφός της περιγράφει πώς η κυρία του οίκου αυτοκτόνησε πάνω στο νυφικό κρεβάτι με σπαθί. Ο Ηρακλής εισέρχεται – στην πραγματικότητα, τον κουβαλούν – στη σκηνή στην Έξοδο. Αρχικά είναι αναίσθητος, σε λίγο όμως ξυπνά μέσα σε ουρλιαχτά και φοβερές απειλές κατά της Δηιάνειρας. Όταν ο Ύλλος, μετανιωμένος για τον δικό του ρόλο στην ιστορία, του αποκαλύπτει τι έγινε, ο Ηρακλής αντιλαμβάνεται ότι εκπληρώθηκε ένας ακόμη χρησμός, τον οποίο μας αποκαλύπτει τώρα και ο οποίος προέλεγε ότι θα έβρισκε τον θάνατο μόνο από τα χέρια ενός πεθαμένου. Η αντίληψη του χρησμού επενεργεί ενορατικά στον Ηρακλή, ο οποίος ανακτά την ψυχραιμία του και απευθύνεται στον Ύλλο. Οι εντολές του όμως είναι φρικτές. Ζητά από τον Ύλλο να αποδείξει πως αξίζει να λέγεται γιος του: να τον κάψει στην Οίτη, για να απαλλαγεί από τους πόνους, και να παντρευτεί την Ιόλη. Ο Ύλλος φρικιά, αλλά αναγκάζεται να υπακούσει. Η τραγωδία τελειώνει με την πορεία του Ηρακλή και της συνοδείας του προς το όρος.
Ολόκληρο το άρθρο στη σελίδα antonispetrides.wordpress.com