Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Σκοπός της σημερινής επιφυλλίδας είναι η γνωριμία του ελληνικού κοινού, τουλάχιστον εκείνου που ενδιαφέρεται για τον χώρο της αρχαιογνωσίας, με ένα διαπρεπές ερευνητικό ίδρυμα του εξωτερικού, το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών (Center for Hellenic Studies).
Το ερευνητικό αυτό κέντρο ανήκει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Αντίθετα όμως με το μητρικό ίδρυμα δεν βρίσκεται στη Βοστόνη αλλά στην Ουάσιγκτον. Η δημιουργία του τοποθετείται στο 1960, όταν το Old Dominion Foundation, προκάτοχος του διάσημου ιδρύματος Mellon, έδωσε χρήματα για την ίδρυση ενός ερευνητικού κέντρου που να ειδικεύεται αποκλειστικά στις αρχαιοελληνικές σπουδές. Η δωρεά της γης επί της οποίας χτίστηκαν οι εγκαταστάσεις του εν λόγω κέντρου σχετίζεται με μια συγκινητική ιστορία. Η κ. Marie Beale, που είχε χάσει το 1918 τον αγαπημένο γιο της (απόφοιτο του Χάρβαρντ) στη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έκανε αυτό το δώρο στο Χάρβαρντ «αποκλειστικά για την ίδρυση ενός εκπαιδευτικού κέντρου στον χώρο των ελληνικών σπουδών, με σκοπό την επανανακάλυψη του ανθρωπισμού των αρχαίων Ελλήνων».
Πρώτος διευθυντής του Κέντρου υπήρξε ο Bernard M. W. Knox, τότε καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. Εξαιτίας του ότι ο Knox είχε ήδη αποδεχθεί τη θέση του επίσημου προσκεκλημένου ομιλητή στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ στο πλαίσιο των φημισμένων ομιλιών Sather, η έλευσή του στο Κέντρο και η ανάληψη των καθηκόντων του έπρεπε να καθυστερήσει για ένα χρόνο. Στη θέση του τοποθετήθηκε για αυτό το έτος ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μπράουν Michael C. J. Putnam. Ο Knox παρέμεινε διευθυντής για περισσότερο από 20 χρόνια, μέχρι το 1985, όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Τον διαδέχθηκαν ο Zeph Stewart του Χάρβαρντ (1985-1992), οι Deborah Boedeker και Kurt Raaflaub του Μπράουν (1992-2000), και ο τωρινός διευθυντής του Gregory Nagy του Χάρβαρντ (2000-), στην πολυσχιδή δραστηριότητα του οποίου, δραστηριότητα διά της οποίας το Κέντρο απέκτησε τη σύγχρονη, εξωστρεφή και ιδιαίτερα δυναμική παρουσία του, θα επανέλθω.
Σε πρώτη φάση, αποκλειστικός σκοπός του Κέντρου ήταν να προσφέρει υποτροφίες σε εκλεκτούς επιστήμονες από όλο τον κόσμο, προκειμένου να συνεχίσουν την έρευνά τους για ένα χρόνο στις εγκαταστάσεις του Κέντρου στην Ουάσιγκτον. Ταυτόχρονα όμως, όπως χαρακτηριστικά είχαν επισημάνει οι Paul Mellon and Bernard Knox, το Κέντρο επιδίωκε «να δώσει νέα ώθηση αλλά και νέα κατεύθυνση στη μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και κατά συνέπεια στην επίδρασή του στην εποχή μας». Από το 1962 μέχρι το 1992 ο αριθμός των υποτρόφων ήταν 8. Το 1993 έγιναν 10, το 1998 αυξήθηκαν σε 12, από τους οποίους οι μισοί περίπου ήταν Αμερικανοί, ενώ οι άλλοι μισοί κατάγονταν από 30 διαφορετικές χώρες, με την πλειοψηφία των μη Αμερικανών ερευνητών να προέρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και την Ιταλία (δηλαδή χώρες με ισχυρή παράδοση στις κλασικές σπουδές).
Ο πρώτος Έλληνας που υπήρξε υπότροφος στο Κέντρο ήταν το 1964-1965 ο Γρηγόρης Σηφάκης (Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Α.Π.Θ.). Τον ακολούθησαν το 1966-1967 και το 1969-1970 ο Νίκος Χουρμουζιάδης και ο Κυριάκος Τσαντσάνογλου (Καθηγητές Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Α.Π.Θ.), η Θεοδώρα Χατζηστελίου-Price το 1970-1971, ο Αλέξανδρος Μουρελάτος το 1973-1974 (Πανεπιστήμιο του Τέξας), ο Απόστολος Αθανασάκης (Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας, Σάντα Μπάρμπαρα), ο Αντώνιος Καψωμένος το 1978-1979 (Α.Π.Θ.), η Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και ο ο Ανδρέας Κατσούρης (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) το 1979-1980, ο Ιωάννης Καζάζης το 1982-1983 (Α.Π.Θ.), ο Εμμανουήλ Βουτυράς το 1990-1991 (Α.Π.Θ.), η Χλόη Μπάλα το 1999-2000 (College Year in Athens), η Ελισάβετ Κοσμετάτου και ο Νάσος Παπαλεξάνδρου το 2000-2001, οι Αθανάσιος Σαμαράς (Πανεπιστήμιο George Washington) και Δημήτριος Γιατρομανωλάκης (Πανεπιστήμιο Johns Hopkins) το 2002-2003, ο Παύλος Σφυρόερας το 2003-2004 (Κολλέγιο Middlebury), η Αννέτα Αλεξανδρίδη το 2005-2006 (Πανεπιστήμιο Ροστόκ), ο Χρήστος Φάκας (Πανεπιστήμιο Αμβούργου), ο Ιωάννης Μυλονόπουλος (Πανεπιστήμιο Έρφουρτ) και η Μαρία Νούσια (Πανεπιστήμιο degli Studi G. d’Annunzio, Chieti και τώρα Α.Π.Θ.) το 2007-2008, η Ζίνα Γιαννοπούλου το 2008-2009 (Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας, Ίρβαϊν), η Ανδρομάχη Καρανίκα το 2009-2010 (Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας, Ίρβαϊν), ο Νίκος Παπαζαρκάδας το 2010-2011 (Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϊ), ο Ιωάννης Γαλανάκης (Πανεπιστήμιο Οξφόρδης), η Ιωάννα Πατέρα (Κολλέγιο Μαξ Βέμπερ). η Ειρήνη Βισβάρδη (Πανεπιστήμιο Wesleyan) και η Μάνθα Ζαρμακούπη (Πανεπιστήμιο Κολονίας) το 2012-2013, η Άννα Λάμαρη (Α.Π.Θ.), η Μελίνα Ταμιωλάκη (Πανεπιστήμιο Κρήτης) και ο Χρήστος Τσαγγάλης (Α.Π.Θ.) το 2013-2014, η Κρίστι Κωνσταντοπούλου (Κολλέγιο Μπίρκμπεκ), η Μαρία Χανθού (Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου), η Γεωργία Φλούδα (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) και η Ζαχαρούλα Πετράκη (Πανεπιστήμιο Κρήτης) το 2014-2015, ο Σταύρος Κουλουμέντας (Πανεπιστήμιο Humboldt στο Βερολίνο) και η Ειρήνη Σιταρίδου (Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ) το 2015-2016, ο Στέλιος Χρονόπουλος (Πανεπιστήμιο Φράιμπουργκ), ο Γιάννης Φάππας (Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας), η Μαρία Νασιούλα (Υπουργείο Πολιτισμού) και η Ζωή Σταματοπούλου (Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις) το 2016-2017.
Οι 42 (αν μετράω σωστά) αυτοί Έλληνες ερευνητές είχαν την ευκαιρία να εργαστούν σε ένα εξαιρετικό ερευνητικό περιβάλλον που πραγματικά προάγει την επιστήμη. Οι παροχές του Κέντρου είναι δίχως υπερβολή μοναδικές. Οι υπότροφοι μένουν σε ειδικά διαμορφωμένους οικίσκους (studios αλλά και κανονικά σπίτια για οικογένειες) μέσα στις εγκαταστάσεις του Κέντρου που δεν είναι άλλες από ένα ειδυλλιακό πάρκο στο καλύτερο ίσως σημείο της Ουάσιγκτον, δίπλα στην Georgetown και το Dumbarton Oaks, ακριβώς απέναντι από την έπαυλη των Κλίντον (για να δώσω ένα δείγμα της περιοχής), στη μέση της λεωφόρου των Πρεσβειών και σε μικρή απόσταση από το Naval Observatory (την επίσημη οικία του εκάστοτε Αντιπροέδρου των ΗΠΑ). Οι υπότροφοι έχουν μόνο μία υποχρέωση: να κάνουν έρευνα. Η διοικητική υποδομή του Κέντρου είναι τέτοια που να αντιμετωπίζει εκ των προτέρων όλα τα ζητήματα της καθημερινότητας: δωρεάν φαγητό σε καθημερινή βάση στο ειδικό εστιατόριο του Κέντρου, πλήρως επιπλωμένα διαμερίσματα με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Πάνω από όλα: μια εξαιρετικά ενημερωμένη βιβλιοθήκη με πρόσβαση 24 ώρες την ημέρα, ατομικά δωμάτια-γραφεία στις εγκαταστάσεις του Κέντρου, ειδικούς στους υπολογιστές για να λύνουν όποιο πρόβλημα προκύψει και ηλεκτρονικό διαδανεισμό από τις βιβλιοθήκες του Χάρβαρντ στη Βοστόνη μέσω του συστήματος HOLLIS.
Η νέα εποχή για το Κέντρο αρχίζει το 2000, όταν διευθυντής του αναλαμβάνει ο Greg Nagy, καθηγητής αρχαίας ελληνικής και συγκριτικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και ένας από τους σημαντικότερους ομηριστές της εποχής μας. Με τη διορατικότητα που τον διακρίνει ο Nagy γρήγορα αντιλαμβάνεται πως το Κέντρο πρέπει να αποκτήσει μια πιο εξωστρεφή και δυναμική παρουσία. Με το κύρος και την ακατάπαυστη δραστηριότητά του, συνδυασμένες με πρακτικότητα και σπάνια αποτελεσματικότητα, ως διευθυντής πραγματοποιεί μια σειρά από αλλαγές που φέρνουν το Κέντρο στην πρωτοπορία της σύγχρονης φιλολογικής επιστήμης. Το τρίπτυχο (α) εξηλεκτρονισμός υλικού και web-based προγράμματα, (β) συνεργασίες με άλλα ιδρύματα και δημιουργικές συνέργειες, και (γ) άνοιγμα στην Ελλάδα υπήρξε η συνταγή της αδιαμφισβήτητης επιτυχίας του (δίδυμο κέντρο στο Ναύπλιο και επικείμενη συνεργασία με τον Τομέα Κλασικών Σπουδών του Α.Π.Θ.).
Υπό την εμπνευσμένη διεύθυνση του Greg Nagy το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών έγινε αυτό ακριβώς που οραματίσθηκαν οι ιδρυτές και χορηγοί του (κυρίως οι Paul Mellon και Bernard Knox), δηλαδή το (επί)κεντρο της μελέτης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στον σύγχρονο κόσμο.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: [email protected]

Δημοσιεύτηκε στη ΜτΚ (15.1.2017)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.