kalokairines_eikonesΤου Νίκου Τσούλια

Τότε δεν θέλαμε να έρχεται το καλοκαίρι, γιατί θα ήμασταν όλη μέρα στα χωράφια, στις βαριές δουλειές και στα ζώα. Ήταν καλύτερο το σχολείο, πρωί και απόγευμα. Χτύπαγε η καμπάνα της εκκλησίας και μάζευε όλο τον παιδόκοσμο και έτσι γλιτώναμε από δουλειές και από ευθύνες, από ξύλο και από φωνές. Ξαφνικά τα καλοκαίρια μας άλλαξαν. Όχι, δεν περιμέναμε πώς και πώς να έλθουν παιδιά από την Αθήνα για διακοπές και να διαλέγουμε τα κορίτσια στην αγορίστικη μοιρασιά. Αυτό συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια και κάθε χρόνο, αλλά μέχρι εκεί. Ξέραμε ότι δεν έχουμε καμιά τύχη με τα κορίτσια της πρωτεύουσας. Ήταν όμορφα κορίτσια, αλλά κάτι τους έλειπε ή έτσι νομίζαμε.

Εκείνο το καλοκαιράκι άλλαξαν όλα μέσα μας. Είχε κατασκηνώσει μια οικογένεια καλαθόγυφτων στη γειτονιά μας. Ήταν και αυτή η Ευταλία, τσιγγανάκι με τα όλα της, τσαχπίνα και πειρακτήρι, πάντα χαμογελαστή και παιχνιδιάρα. Μόνο που όταν χόρευε νιώθαμε ότι ξαφνικά με έναν μαγικό τρόπο γινόταν μεγάλη, γινόταν «κοπέλα της παντρειάς», έπαυε να είναι παιδί και εμείς η πιστιρικαρία της γειτονιάς δεν ξέραμε πώς να της φερθούμε, μέχρι που ξεχνάγαμε μετά από κάποιες ημέρες το λίκνισμα του κορμιού της και ξαναπαίζαμε μαζί της χωρίς αναστολές αλλά με κάποιο άγνωστο φόβο. Μέχρι που να ξαναγινόταν κάποιο αυτοσχέδιο γλέντι, όπου η Ευταλία κατατασσόταν στον κόσμο των μεγάλων. Είχαμε μπερδευτεί.

«Είναι κορίτσι ή κοπέλα», λέγαμε άλλοτε φωναχτά ο ένας στον άλλον και άλλοτε από μέσα μας κρυφά από τους άλλους. Εκεί «στο κρυφά από τους άλλους» που γινόταν συνήθως πριν από το βραδινό ύπνο του καλοκαιριού – γιατί ο πατέρας της, ο γυφτο Δημητράκης, ερχόταν στο χωριό μας μόνο τα καλοκαίρια – και με τη χορευτική εικόνα της Ευταλίας να χαίρεται με έναν μεθυστικό τρόπο το τσιφτετέλι άρχισαν και τα δικά μας ξεσηκώματα… Δεν καταλάβαμε πως ξεκίνησε αυτό το σκίρτημα˙ μέχρι τότε νομίζαμε ότι ήταν υπόθεση των μεγάλων. Αν και καταλαβαίναμε πολλά περισσότερα από ό,τι νόμιζαν οι γονείς μας – όπως είναι αυτή η ιστορία για όλα τα παιδιά σ’ όλους τους καιρούς και σ’ όλους τους τόπους -, νιώθαμε παιδιά, αν και είχαμε ένα περίεργο ανακάτωμα, ένα ευχάριστο φουρτούνιασμα. Σιγά – σιγά διαπιστώναμε ότι το ανακάτωμα αφορούσε όλη την αγοροπαρέα και αρχίσαμε να νιώθουμε άσχημα όταν διαπιστώναμε ότι και ο ένας και ο άλλος είχε στο μυαλό του το βράδυ την Ευταλία. Και εκεί που είχαμε αρχίσει να κρατάμε αποστάσεις μεταξύ μας, αντιληφθήκαμε ότι άρχισαν να μαζεύονται τα μεγάλα παιδιά πάνω από το λόφο του χωριού. Ξαναγίναμε όλοι φίλοι για να αντιμετωπίσουμε τον κοινό και πραγματικό εχθρό. Φροντίζαμε να μην μαθαίνουν το πότε γινόταν το γλέντι. Μέχρι τότε κάποιος πεταγόταν στην πλατεία και το έλεγε σε όποιο παιδί έβρισκε μπροστά του και το νέο απλωνόταν σαν την πρωινή ομίχλη. Τώρα κομμένα όλα αυτά!

Παίζαμε πάντα μαζί της όταν δεν είχαμε δουλειές, αλλά το μυαλό μας ήταν ταξιδεμένο. Η Ευταλία μάς είχε βάλει πρόωρα στα χνάρια του έρωτα. Τα μάτια της όταν χόρευε γίνονταν ξαφνικά κατάμαυρα, πολύ όμορφα και γοητευτικά. Τα χείλη της ήταν πάντα μισάνοιχτα. Το στήθος της πίεζε πιο πολύ τη μπλούζα της. Το σώμα της δεν ήταν το ίδιο. Στο τρέξιμό της στο κυνηγητό είχε και κάτι από το χορό. Όλοι αυτή προσπαθούσαμε να αγγίξουμε. Όχι δεν την πιάναμε σφιχτά, όπως τα άλλα κορίτσια, γιατί μόνο έτσι νιώθαμε κάτι από τη μαγεία της. Τότε πρωτογνωρίσαμε τον πόθο. Όλοι επιθυμούσαμε να την αγγίξουμε, χωρίς να μας βλέπει άλλος. Νομίζαμε ότι ήταν πολύ διαφορετικά, όταν είμαστε μόνοι μας με την Ευταλία. Η ανέμελη από τέτοια πράγματα ζωή μας είχε αλλάξει απότομα και οριστικά. Ωριμάζαμε και όμως είμαστε πολλοί άγουροι. «Όπως χτυπάμε τα άγουρα απίδια στον κορμό της απιδιάς, για να μαυρίσουν και να ψευτοωριμάσουν την πατήσαμε», κάποιος πέταξε ένα βράδυ. Και ήταν πράγματι έτσι!

Χρόνια και χρόνια κουβαλάμε την χορευτική εικόνα της και ποτέ δεν τολμήσαμε να παρομοιάσαμε το λίκνισμά της με κάτι άλλο σχετικό. Όχι για να μην αλλοιώσουμε το μαγευτικό είδωλο της, αλλά γιατί η εικόνα της είχε βαθιά μέσα της το πρώτο μας ερωτικό σκίρτημα, το πρώτο διαφορετικό άγγιγμα του σώματος που ανταριάζει το μυαλό και την ψυχή, που βαστάει μια ζωή.

Τούτο το καλοκαιράκι

Τούτο το, μαύρα μου μάτια.
Τούτο το καλοκαιράκι.
Τούτο το καλοκαιράκι,
κυνηγούσα’ να πουλάκι.

Κυνηγούσα, μαύρα μου μάτια,
κυνηγούσα προσπαθούσα.
Κυνηγούσα προσπαθούσα,
να το πιάσω δεν μπορούσα.

Κι έστησα, μαύρα μου μάτια
έστησα, τα ξόβεργά μου.
Έστησα τα ξόβεργά μου,
κι ήρθε το πουλί κοντά μου.

ΚΑΡΝΑΒΑΣ-ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΑΚΙ [ΤΣΑΜΙΚΟΣ] – YouTube

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.