23-12-15_mathitesΤου Νίκου Τσούλια

      «Να σε ρωτήσουμε κάτι, τα εννοούσες όσα έλεγες για τη Στέλλα, ξέρεις για ποια μαθήτρια λέμε, είναι τόσο καλή στα μαθήματά σου που την εκθείαζες τόσο πολύ»; Σχεδόν ξαφνιάστηκα με την …έφοδο των τριών συναδέλφων μου ως προς την ένταση της φωνής τους, αν και προφανώς το ύφος τους ήταν απολύτως φιλικό.

      Σχεδόν απολογήθηκα προς στιγμή, όχι μόνο γιατί δεν ήθελα να χαλάσω τη γενική αίσθηση που υπήρχε για τη συγκεκριμένη μαθήτρια αλλά και γιατί κάπου ένιωθα και λίγο υπερβολικός στην καλή περιγραφή της μαθήτριας σε έναν συνάδελφο που δεν την ήξερε και της πρότεινε κάποια καλά κατά τη γνώμη του μυθιστορήματα για διάβασμα. Αλλά τελικά υπερασπίστηκα την ουσία της εκθείασής μου, γιατί η Στέλλα είχε μανία με το εξωσχολικό διάβασμα της λογοτεχνίας και τους είπα κάτι πολύ απλό, ότι παιδαγωγικά είμαστε υποχρεωμένοι να ανασύρουμε από τον κάθε μαθητή / την κάθε μαθήτρια ό,τι θετικό έχει και να το προβάλλουμε και να ενθαρρύνουμε προς την κατεύθυνση της γενικότερης σχέσης του μαθητή / της μαθήτριας προς τις σχολικές και εκπαιδευτικές στοχεύσεις.

      Έχω την εντύπωση ότι εμείς οι εκπαιδευτικοί μερικές φορές βολευόμαστε στις περιπτώσεις εκείνες των μαθητών / μαθητριών που δεν ανταποκρίνονται στα κελεύσματα του σχολείου και δημιουργούμε και ένα από άλλοθι για την αιτιολογία της όποιας μη αποδοτικής λειτουργίας μας επ’ αυτών. Θεωρώ όμως ότι τα πράγματα δεν μπορεί να είναι έτσι. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση το μάθημα θα μετάπιπτε σε μια μορφή γενικής διάλεξης και οι διδάσκοντες θα οχυρώνονταν γύρω από την άποψη «όποιος κατάλαβε, κατάλαβε, εγώ έκανα το μάθημά μου»…

      Θεωρώ ότι ο εκπαιδευτικός διδάσκει με διάφορες τεχνικές κατά την άσκηση των διδακτικών του καθηκόντων αλλά και πέραν τούτων. Μια τεχνική είναι εκείνη του μαθήματος γενικά μέσα στην τάξη που προσπαθεί ο εκπαιδευτικός να απευθυνθεί ταυτόχρονα σ’ όλους τους μαθητές / τις μαθήτριες. Μια δεύτερη τεχνική είναι εκείνη της «διαφοροποιημένης διδασκαλίας» μέσω της οποίας απευθύνεται σε συγκεκριμένες ομάδες μαθητών / μαθητριών με ένα πιο εξειδικευμένο μαθησιακό πεδίο. Μια τρίτη τεχνική αναφέρεται στο πρόσωπο κάθε μαθητή / μαθήτριας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτός / αυτή έχει. Και είναι το «μίγμα» όλων αυτών τεχνικών – και προφανώς και άλλων – που συνιστά την πολυμέρεια και την πολυπλοκότητα της διδακτικής τέχνης και επιστήμης, ένα μίγμα που έχει την αφετηρία του στις πανεπιστημιακές σπουδές αλλά που είναι διαρκώς μετασχηματιζόμενο μέσα από την εκπαιδευτική διαδρομή και κυρίως μέσα από το «γνωσιακό / μαθησιακό καμίνι» της σχολικής αίθουσας.

      Ισχυρίζομαι δε ότι αν για κάθε και για όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες υπάρχει πάντα τουλάχιστον ένας εκπαιδευτικός που θα έχει μια προσωπική – παιδαγωγική σχέση, τότε το σχολείο κινείται σε μια πολύ ορθολογική και αποτελεσματική εκπαιδευτική κατεύθυνση, τότε η εικόνα που αποκτούν οι εκπαιδευόμενοι για το σχολείο και για τους εκπαιδευτικούς δεν είναι απλά και μόνο απολύτως θετική αλλά είναι εικόνα αναφοράς και πέραν της σχολικής διαδρομής των νέων, μπορεί να είναι και εικόνα εφ’ όλης της ζωής των. Γιατί υπάρχει μια απλή αλήθεια. Η παιδαγωγική σχέση ποτέ δεν μπορεί να είναι απρόσωπη, ποτέ δεν μπορεί να είναι γενική και αόριστη, ως μια σχέση διδασκαλίας και μόνο μέσα στη σχολική αίθουσα.

      Ισχυρίζομαι και κάτι άλλο, ότι οφείλει η πολιτεία – και πιο συγκεκριμένα το Υπουργείο Παιδείας – να ασχοληθεί επιτέλους συστηματικά και μεθοδικά με το όλο στερέωμα της Παιδαγωγικής και κυρίως με το πώς αναπτύσσονται και καλλιεργούνται οι σχέσεις εκπαιδευτικών και μαθητών / μαθητριών. Εδώ είναι ο πυρήνας του σχολείου και της μόρφωσης, εδώ είναι το κύριο πεδίο της εκπαιδευτικής έρευνας, εδώ είναι η ουσία της όποιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

      Αλλά πώς να δούμε αυτή την κρίσιμη – κατά τη γνώμη μου – πλευρά του σχολείου όταν το Υπουργείο Παιδείας αντιλαμβάνεται κατ’ επανάληψη και κατά συρροή ως εκπαιδευτική πολιτική κυρίως και βασανιστικά μονίμως την αλλαγή του εξεταστικού συστήματος, όταν το συνδικαλιστικό μας κίνημα εξαντλείται στην κλαδική οριοθέτηση των εκπαιδευτικών πραγμάτων, όταν εμείς οι εκπαιδευτικοί σε σημαντικό βαθμό έχουμε «υπαλληλοποιηθεί» και απλώς ασκούμε τις υποχρεώσεις μας σύμφωνα με τις εγκυκλίους;

      Το σχολείο θέλει το «μαθησιακό σκίρτημα» να είναι γενική εικόνα σε κάθε πτυχή της λειτουργίας του, θέλει την «έμπνευση» – της πολιτείας προς τους εκπαιδευτικούς, των εκπαιδευτικών προς τους μαθητές / τις μαθήτριες – να είναι πρωταρχικό παιδαγωγικό μέλημα, θέλει τη «μορφωτική κουλτούρα» της κοινωνίας μας να είναι το μεγάλο φωτεινό στερέωμα που θα «παραδειγματίζει» τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των παιδιών και των νέων.

anthologio.wordpress.com

Προηγούμενο άρθροΤου μπουζουκιού το ταξίδεμα
Επόμενο άρθροΟι αυταπάτες ενός δημοψηφίσματος (Μέρος Α)
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.