Του Νίκου Τσούλια

      Η συζήτηση στο θέμα μας είναι σπουδαίας σημασίας. Δεν αφορά μια απολιθωμένη και εγκυκλοπαιδική γνώση αλλά ένα καίριο ζήτημα ερμηνείας της σημερινής πραγματικότητας, ένα βασικό εργαλείο για την πολιτική και την κοινωνική συμπεριφορά μας.

      Η ερώτηση περί γνώσης της Ιστορίας δεν απευθύνεται στα συμβάντα και στα επιφαινόμενα. Γιατί μια γεγονοτολογικού τύπου ιστορία λίγο – πολύ είναι κατακτημένη και ίσως και αφομοιωμένη. Η ερώτηση συνδέεται με το αν η γνώση μας αυτή αφορά τις δυνάμεις και τις αιτίες που κινούν την ιστορία, αν συνάπτεται με τον ιστό που διατρέχει και διαμορφώνει όλο το υπόστρωμα για την εκδήλωση των ορατών γεγονότων.

      Και εδώ θεωρώ ότι η μορφωτική μας αποσκευή είναι τουλάχιστον ελλιπής. Γιατί πώς αλλιώς μπορούν να αιτιολογηθούν τα επαναλαμβανόμενα εθνικά λάθη; Πώς συμβαίνει και στις μεγάλες στιγμές της ιστορίας μας τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα; Πώς αισθανόμαστε συχνά – πυκνά ότι αδικούμαστε διαρκώς από τον ξένο παράγοντα; Πώς γίνεται να μην μπορούμε να αξιολογούμε τις καίριες αποφάσεις και να τις ερμηνεύουμε με τον πιο ανορθολογικό τρόπο; Πώς συρόμαστε κάθε φορά πίσω από τη δημαγωγία και τη μεγαλοστομία, ενώ οι εξελίξεις τρέχουν προς μια επιβαρυντική κατεύθυνση;

      Βέβαια υπάρχει και μια βάση αιτιολόγησης των στρεβλώσεων της μη ιστορικής ερμηνείας που δεν οφείλεται στην έλλειψη της κατάλληλης γνώσης αλλά στο μεγάλο παιχνίδι των γεωστρατηγικών επιδιώξεων των ισχυρών κρατών και του ιμπεριαλισμού που στην περιοχή των Βαλκανίων πάντα είχε πλούσιο έδαφος παρεμβάσεων. Αλλά αυτή η αιτιολόγηση δεν είναι σε καμιά περίπτωση ικανή να καλύψει το έλλειμμα της ιστορικής αυτογνωσίας μας. Και εξηγώ το γιατί.

      α) Η σχέση μας με την ιστορία έχει επικαθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από μια ανούσια εθνικοφροσύνη και από μια ανάλαφρη προγονοπληξία, που στομώνουν τη δημιουργικότητα και την προσπάθεια της σύγχρονης εποχής. Το βαρύ παρελθόν των αρχαίων κυρίως Ελλήνων δεν είναι μια παλίμψηστη περγαμηνή στην οποία θα γραφτεί η σύγχρονη ιστορία με την αφήγηση και μόνο της παλιάς δόξας. Η καλύτερη τιμή στους προγόνους μας δεν είναι το διαρκές λιβάνισμά τους αλλά η κινητοποίηση των κοινωνικών μας δυνάμεων και η ανάπτυξη μιας ισχυρής σύγχρονης Ελλάδας και ενός δημιουργικού σύγχρονου πολιτισμού.

      β) Μιλάμε πολύ συχνά για τα ιστορικά μας λάθη, που φροντίζουμε να τα φορτώνουμε στον ξένο παράγοντα. Όχι βέβαια πως δεν υπάρχει η λειτουργία του ξένου παράγοντα, αφού είναι δεδομένο ότι στην παγκόσμια σκηνή πάντα παίζεται το «παιχνίδι του διεθνούς καταμερισμού εργασίας» μεταξύ των εθνών – κρατών. Εννοώ ότι χρησιμοποιούμε ως άλλοθι τον ξένο παράγοντα είτε γιατί δεν ερμηνεύουμε σωστά τις δικές μας αποφάσεις είτε γιατί δεν μπορούμε να δούμε την απλή ιστορική πραγματικότητα. Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Το ανερμήνευτο διώξιμο του Ελευθέριου Βενιζέλου – του ανθρώπου που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του σύγχρονου ελληνικού κράτους – δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Μικρασιατική καταστροφή; Η πρόκληση του εμφυλίου πολέμου και η διατήρηση του εμφυλιοπολεμικού κλίματος για αρκετές δεκαετίες δεν δίχασε τον ελληνικό λαό και δεν έφερε πίσω τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας; Η διαρκής χειροτέρευση της Κυπριακής και της Ελληνικής πλευράς στο Κυπριακό ζήτημα δεν οδηγεί σήμερα στη διχοτόμηση του Κύπρου ή στην διαμόρφωση ενός κράτους μοναδικού στην ιστορία των εθνών που δεν θα ισχύει η αρχή της πλειοψηφίας;

      Εμείς οι πολίτες έχουμε δημιουργήσει μια ισχυρή τάση υποκουλτούρας, η οποία μας βολεύει να καταλαγιάζουμε τις εφησυχασμένες ούτως ή άλλως συνειδήσεις μας. Συγκεκριμένα, φορτώνουμε κάθε κακή εξέλιξη είτε μέσω μιας συνωμοσιολογικού τύπου ερμηνείας στον ξένο παράγοντα είτε στους «πουλημένους πολιτικούς». Αλλά είναι έτσι τα πράγματα; Ξεχνάμε ότι εμείς οι πολίτες αγνοώντας τη βασική κίνηση της ιστορίας ενισχύουμε εκείνες τις όψεις της πολιτικής που οδηγούν στην ευθεία πρόκληση της ήττας. Έτσι τροφοδοτούμε τη δημαγωγία και το λαϊκισμό, πουλάμε εύκολο βερμπαλιστικού τύπου πατριωτικό οίστρο και στο τέλος βλέπουμε την ήττα σαν να έρχεται από κάποια μεταφυσική δύναμη.

     Το παράδειγμα της στάσης μας στην ονομασία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι ενδεικτικό. Πιο συγκεκριμένα, αντί να προχωρήσουμε σε έναν συμβιβασμό τότε που οι συσχετισμοί για τη χώρα μας ήταν καλύτεροι – γιατί σαφώς σε ένα διμερές / διεθνές πρόβλημα ενυπάρχει και η έννοια του συμβιβασμού – επιλέξαμε το δρόμο της δημαγωγίας που τελικά άφησε το πρόβλημα να το λύσει ο χρόνος, δηλαδή οι «άλλοι», οι όποιοι άλλοι. Εδώ βέβαια έπαιξε βασικό ρόλο η αδιαλλαξία των Σκοπίων και η πρωτόγνωρη επιδίωξή τους να καπηλευτούν μια ιστορία με την οποία δεν έχουν καμιά σχέση. Αλλά ακριβώς και γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να δώσουμε μια λύση – με τη σύνθετη ονομασία του γεωγραφικού προσδιορισμού που κάποτε ήταν ανοιχτό θέμα – για να μην αποτελεί το συγκεκριμένο ζήτημα ένα ακόμα χρονίζον εθνικό πρόβλημα. Και τώρα τι έγινε; Πήραν τα Σκόπια και «μακεδονική γλώσσα» και «μακεδονική εθνότητα» και ονομάζονται σκέτα Μακεδόνες παρουσία μάλιστα του Έλληνα πρωθυπουργού.

      Και σήμερα εμφανίζονται δημαγωγίες και λαϊκισμοί, εμφανίζονται ως σωτήρες κάποιοι που θεωρούν ότι  θα καταργηθεί η οικονομική ανέχεια του ελληνικού λαού και ότι θα απελευθερωθούμε από την τυραννία των Μνημονίων, όταν έχουν νομοθετήσει μέτρα μακροχρόνια και έχουν δεσμεύσει την οικονομία της χώρας για δεκαετίες!

      Αλλά αν δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τη γραφή και το νόημα της πολύ πρόσφατης ιστορίας – της ιστορίας που τώρα γράφεται -, ποιο μπορεί να είναι το μέλλον μας;

anthologio.wordpress.com


 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.