Του Μανόλη Μαυρακάκη*
Το σχολείο αποτελεί μια μικρογραφία της κοινωνίας και διέπεται όπως και αυτή από ορισμένους κανόνες οι οποίοι εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του και την απρόσκοπτη τέλεση της αποστολής του, που είναι η παροχή γνώσεων, αλλά και η σωστή διαμόρφωση της προσωπικότητας των νέων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο έχει θεσμοθετηθεί η επιβολή ορισμένων ποινών στους μαθητές των οποίων η συμπεριφορά κρίνεται προβληματική. Οι ποινές αυτές συνίστανται κατά κύριο λόγο στην απομάκρυνση του μαθητή από το σχολικό περιβάλλον για κάποιες ημέρες ή ακόμα κι οριστικά σε περιπτώσεις πολύ σοβαρών παραπτωμάτων.Ωστόσο το ζήτημα των σχολικών ποινών αποτελεί αντικείμενο έντονου προβληματισμού και διαφωνίας. Υπάρχουν αρκετοί υποστηρικτές της ύπαρξης ποινών στην εκπαιδευτική διαδικασία οι οποίοι τις θεωρούν ωφέλιμες κι απαραίτητες. Για κάποιους άλλους όμως οι ποινές αυτές έχουν αμφίβολη αποτελεσματικότητα και δε συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της σχολικής αγωγής.

Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, οι ποινές θεωρούνται αναγκαίες για την ομαλή λειτουργία του σχολείου και τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης προσωπικότητας των νέων. Το σχολείο ως παράγοντας κοινωνικοποίησης του νέου οφείλει μέσω της ποινής να συμβάλλει στην εκμάθηση των κοινωνικών κανόνων, γι’ αυτό είναι επιβεβλημένη η τιμωρία όσων τους παραβιάζουν και απειλούν την ομαλή λειτουργία του. Άρα, σύμφωνα μ’ αυτό το επιχείρημα, οι ποινές έχουν παιδευτικό χαρακτήρα και ενισχύουν τη σωστή διαμόρφωση της προσωπικότητας των μαθητών, βοηθώντας τους να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη συμμόρφωσής τους με τις κοινωνικές αρχές, ώστε να γίνουν υγιή μέλη της συλλογικής ζωής.

Άλλωστε η ατιμωρησία δε βοηθά τους απειθάρχητους να συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες τους. Αντίθετα, η μη ύπαρξη κυρώσεων τους ενθαρρύνει να επαναλάβουν την πράξη τους, χωρίς τις αναστολές που θα τους δημιουργούσε ο φόβος κάποιας ποινής. Στην ουσία, η έλλειψη τιμωρίας δε βοηθά το παιδί να συνειδητοποιήσει τα λάθη του και να τα αποφύγει στο μέλλον. Συγχρόνως, οι απειθάρχητοι που μένουν ατιμώρητοι αποτελούν αρνητικό παράδειγμα για τους άλλους μαθητές, οι οποίοι δε θα διστάσουν να τους μιμηθούν, με αποτέλεσμα τη διάλυση της σχολικής πειθαρχίας και την παρεκτροπή σε ασύδοτη συμπεριφορά.

Παράλληλα, η επίδειξη πνεύματος υπέρμετρης ανοχής εκλαμβάνεται από ορισμένους μαθητές ως αδυναμία της σχολικής κοινότητας να επιβάλλει κοινούς κανόνες, που θα εξασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία της. Έτσι, οι μαθητές αυτοί δεν αναπτύσσουν τον απαραίτητο σεβασμό απέναντι στο σχολείο και εθίζονται στο να λειτουργούν αυθαίρετα, έξω από οποιοδήποτε πλαίσιο κανόνων. Ταυτόχρονα, οι μαθητές που αισθάνονται την υποχρέωση να μένουν πειθαρχημένοι, εκλαμβάνουν αυτό το πνεύμα της ανοχής ως διαλυτικό στοιχείο στη μαθησιακή διαδικασία, με αποτέλεσμα να απογοητεύονται. Συγχρόνως, λαμβάνουν αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα όσον αφορά την αξία του σεβασμού και της πειθαρχίας, την οποία βλέπουν να αμφισβητείται από κάποιους συμμαθητές τους, χωρίς κάποια σοβαρή συνέπεια. Άλλωστε όπως επισημαίνει και ο καθηγητής Χρ. Γιανναράς σε επιφυλλίδα του «η πειθαρχία, η βαθμολόγηση των επιδόσεων, οι παιδαγωγικές ποινές δίνουν στο παιδί την αίσθηση ότι υπάρχει αντιστύλι και ραχοκοκαλιά στη σχολική συλλογικότητα, του μεταδίνουν ασφάλεια και σιγουριά για να μετάσχει ενεργά και με εμπιστοσύνη στο κοινωνικό άθλημα.»(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18//06/06)

Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η έλλειψη επιβολής ποινών και το γενικότερο πνεύμα ελαστικότητας, υποκρύπτει κάποια σκοπιμότητα από μέρους ορισμένων διδασκόντων. Αυτοί, επιθυμούν με οποιονδήποτε τρόπο να ωραιοποιήσουν την εικόνα τους στους μαθητές, προκειμένου να είναι αποδεκτοί απ’ αυτούς, ακόμα κι αν η προσπάθειά τους αυτή γίνεται σε βάρος της ορθής παιδαγωγικής πρακτικής. Η στάση αυτή συνιστά λαϊκίστικη συμπεριφορά και τα αποτελέσματά της είναι τελικά αρνητικά. Κι αυτό γιατί πέρα απ’ την συμπάθεια που μπορεί να δείχνουν οι μαθητές προς αυτούς τους διδάσκοντες, στην ουσία δεν τρέφουν βαθιά εκτίμηση, καθώς η σχέση τους δεν έχει οικοδομηθεί επάνω στον αληθινό σεβασμό αλλά τις περισσότερες φορές είναι υποκριτική.

Τέλος, όσοι τάσσονται υπέρ της επιβολής ποινών στα σχολεία, τονίζουν ότι αυτές αποτελούν απλώς έναν αμυντικό μηχανισμό του σχολείου και δεν πρέπει σε κάθε περίπτωση να θεωρούνται ως αντιπαιδαγωγικό ή κατασταλτικό μέσο. Το σχολείο δεν αποτελεί δικαστήριο και οι ποινές που επιβάλλει έχουν ως στόχο την εξασφάλιση της ορθής λειτουργίας του και τον παραδειγματισμό των μαθητών, άρα η ύπαρξή τους είναι στην ουσία ωφέλιμη για τα ίδια τα παιδιά. Οι αρνητικές παρενέργειες της τιμωρίας δε θα πρέπει να απολυτοποιούνται και να θεωρούνται δεδομένες, στο όνομα μιας δήθεν προοδευτικής αντίληψης περί επιείκειας, η οποία συχνά είναι δογματική και δεν ανταποκρίνεται στις αληθινές ανάγκες τόσο της σχολικής ζωής, όσο και της παιδικής κι εφηβικής ψυχολογίας.

Απ’ την άλλη πλευρά, όσοι, προσεγγίζοντας ή υιοθετώντας τις αρχές της αντιαυταρχικής αγωγής, αντιτίθενται στην ύπαρξη των σχολικών ποινών, υποστηρίζουν ότι αυτή απηχεί παρωχημένες, αυταρχικές αντιλήψεις που δεν προσιδιάζουν στο πνεύμα της ορθής σχολική αγωγής και το χαρακτήρα μιας σύγχρονης ανθρωπιστικής εκπαίδευσης.

Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, το σχολείο θεωρείται ότι έχει ως πρωτεύοντα ρόλο τη διαπαιδαγώγηση του νέου η οποία επιτυγχάνεται ουσιαστικά με το διάλογο και την πειθώ, παρά μέσω της τιμωρίας και του εκφοβισμού. Επομένως, η συμμόρφωση των μαθητών προς τις αρχές της λειτουργίας του σχολείου, απαιτεί την εκούσια εσωτερίκευση των κοινωνικών κανόνων, η οποία πραγματοποιείται καλύτερα με τη διαμόρφωση κλίματος επικοινωνίας, προσέγγισης και κατανόησης. Όπως άλλωστε επισημαίνει και ο Ε. Fromm η αγωγή πρέπει να είναι φυσική και αβίαστη, να μην περιέχει στοιχεία επιβολής και φόβου, αλλά να στηρίζεται στην ειλικρίνεια και την αμοιβαιότητα. Γι’ αυτό, λοιπόν, οι παιδαγωγοί οφείλουν να καθοδηγούν τους μαθητές προς τη συνείδηση της ανάγκης για πειθαρχία, μέσω των προτροπών, των νουθεσιών και της στήριξης που θα τους παρέχουν, χωρίς να γίνονται δικαστές και τιμωροί γι’ αυτούς.

Δε θα πρέπει να παραβλέπεται εξάλλου ότι η ποινή, συχνά, διαμορφώνει ένα αρνητικό κλίμα στο πλαίσιο της σχολικής κοινότητας, αφού στη συνείδηση του νέου εκλαμβάνεται ως μέσο που στοχεύει στον εκφοβισμό και τον πειθαναγκασμό κι επιχειρεί να περιορίσει την ελευθερία του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι μαθητές αισθάνονται ότι οι διδάσκοντες τούς αντιμετωπίζουν με εχθρική κι αμυντική διάθεση, τους νιώθουν απέναντί τους κι όχι δίπλα τους, με αποτέλεσμα κι εκείνοι με τη σειρά τους να αναπτύσσουν αρνητική συμπεριφορά. Οι σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων επηρεάζονται έτσι καταλυτικά, ο παιδαγωγικός ρόλος του δασκάλου στη συνείδηση των μαθητών ουσιαστικά ακυρώνεται, και κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσά τους. Αυτή η κατάσταση υπονομεύει τελικά την ίδια την ουσία της παιδευτικής διαδικασίας, η οποία απαιτεί κλίμα συνεργασίας κι αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκομένων σ’ αυτή.

Κοντά στα παραπάνω θα πρέπει να επισημανθεί και η υποχρέωση του σχολείου να λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες της εφηβείας, κατά την οποία ο νέος διαμορφώνει το χαρακτήρα και τους προσανατολισμούς του. Η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη και για τους ίδιους τους νέους, οι οποίοι συχνά αισθάνονται αντικρουόμενα συναισθήματα και καταβάλλουν προσπάθεια για να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους και να ανταποκριθούν στις συνεχείς ψυχολογικές και βιολογικές μεταβολές που τους συμβαίνουν. Σε μια τέτοια ευαίσθητη φάση, οι νέοι έχουν ανάγκη τη νουθεσία, τη στήριξη και την παιδαγωγική καθοδήγηση από μέρους του σχολείου, ώστε να ενισχυθούν στη διαδικασία διαμόρφωσης μιας υγιούς προσωπικότητας. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται βέβαια η συγκατάβαση και η επιείκεια, οι οποίες μπορούν ακριβώς να αποδείξουν τις θετικές πτυχές της προσωπικότητας των εφήβων.

Σε μια γενικότερη θεώρηση, οι επικριτές της επιβολής των ποινών στα σχολεία, τονίζουν ότι η ποινή, τις περισσότερες φορές, δεν επηρεάζει προς το καλύτερο ούτε βελτιώνει την ανθρώπινη συμπεριφορά, πόσο μάλλον το χαρακτήρα των εφήβων. Αντίθετα, ο τιμωρητικός της χαρακτήρας εκτρέφει συναισθήματα εχθρότητας στην ψυχή των νέων, δημιουργεί τάσεις αντεκδίκησης και βίαιες αντιδράσεις από την πλευρά τους, καθώς τους γεννά την αίσθηση ότι θα πρέπει να αμυνθούν απέναντι σ’ ένα περιβάλλον που δεν τους κατανοεί κι επιλέγει να τους συμπεριφερθεί αρνητικά. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως οι έφηβοι εθίζονται σε τέτοιες συμπεριφορές με αποτέλεσμα να αναδεικνύονται τελικά οι αρνητικές πτυχές του χαρακτήρα τους και να υπονομεύεται η προσπάθειά τους να διαμορφώσουν μια υγιή προσωπικότητα.

Τέλος, δεν παραβλέπονται από τους υποστηρικτές της κατάργησης των σχολικών ποινών και οι περιπτώσεις ακραίας αντιδεοντολογικής –σύμφωνα με τα δεδομένα της σχολικής κοινότητας- και αντικοινωνικής συμπεριφοράς κάποιου μαθητή. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το σχολείο οφείλει να εξαντλεί την επιείκειά του προς το νέο και να μην καταφεύγει άκριτα και αψυχολόγητα στην επιλογή και επιβολή πολύ αυστηρών ποινών. Ορθό είναι να εξετάζονται με προσοχή όλες οι παράμετροι και οι αιτίες που οδήγησαν το μαθητή στην προβληματική συμπεριφορά και να αναζητώνται τα ενδεχόμενα προβλήματα που αυτός αντιμετωπίζει κι ίσως επιδρούν αρνητικά στις αντιδράσεις του. Μόνο έτσι το σχολείο θα δείξει το ανθρώπινο κι ευαίσθητο απέναντι στις ιδιαιτερότητες της εφηβείας πρόσωπό του, λειτουργώντας αληθινά σωφρονιστικά για τον απειθάρχητο μαθητή κι επιτυγχάνοντας την ειλικρινή του μεταμέλεια.

Απ’ όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, γίνεται κατανοητό ότι το ζήτημα της ποινής, στην γενικότερη θεώρησή του αλλά και ειδικότερα σχετικά με τους ανήλικους παραβάτες και το σχολικό περιβάλλον, είναι ένα αντικείμενο το οποίο πάντοτε θα αποτελεί επίκεντρο προβληματισμού κι ανταλλαγής αντικρουόμενων απόψεων. Στην ουσία, η επιβολή των ποινών εντάσσεται στην αναγκαιότητα της ύπαρξης κανόνων και αρχών στα πλαίσια της ανθρώπινης κοινωνίας, προκειμένου αυτή να εξασφαλίζει και να διατηρεί την εύρυθμη λειτουργία της. Όμως, υπό ορισμένες συνθήκες και κάτω από το χειρισμό ανθρώπων αμφίβολης ηθικής ακεραιτότητας, η ποινή μπορεί να μεταβληθεί από μέσω σωφρονισμού σε μέσο εκδίκησης κι εξοντωτικής τιμωρίας των ανθρώπων. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και για να διατηρήσει την ορθή της διάσταση, η επιβολή των ποινών σωστό είναι να ακολουθεί ένα καλά μελετημένο και βασισμένο επάνω σε ανθρωπιστικές αρχές θεωρητικό πλαίσιο, η κατάρτιση και η εφαρμογή του οποίου αποτελεί ένα διαρκές ζητούμενο για κάθε υγιή και δημοκρατική κοινωνία.

*Ο Μανόλης Μαυρακάκης είναι φιλόλογος

Προηγούμενο άρθροΘέματα 2006 – Νεοελληνική Γλώσσα – Ημερήσιο Λύκειο
Επόμενο άρθροΛατινικά: Σουπίνο
Ο Μανόλης I. Μαυρακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί μόνιμα στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Από το 2000 εργάζεται ως καθηγητής φιλόλογος σε σχολεία και φροντιστήρια της Μέσης Εκπαίδευσης. Από το 2018 συνεργάζεται με τις εκδόσεις Πατάκη εκδίδοντας σημαντικό αριθμό βιβλίων για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας. Είναι δημιουργός και διαχειριστής της εκπαιδευτικής σελίδας filologikos-istotopos.gr.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.